ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΤΤΕΡΛΙΚΚΑΣ 

Στο χωριό μας, που σήμερα βρίσκεται υπό κατοχή, μέχρι την εισβολή του 1974, ανθούσε η βιοτεχνία της κατασκευής ψαθιών με ειδικούς αργαλειούς (βούφες). Η πρώτη ύλη, το φλούδι, αφθονούσε στις κοιλάδες των ποταμών, γι' αυτό και χρησιμοποιόταν πλατιά για την κατασκευή ψαθιών, καλύπτοντας πολλές ανάγκες των νοικοκυριών της εποχής, αλλά και προσφέροντας απασχόληση και πρόσθετο εισόδημα στην αγροτική οικογένεια.
Σήμερα, η βιοτεχνία αυτή έχει περιοριστεί σε μικρή έκταση στην περιοχή Ακρωτηρίου με την διαφορά ότι χρησιμοποιείται ένα άλλο είδος φυτού (το σαμάτζιη), το Προσφυγικό Σωματείο της κοινότητας, καταβάλλει προσπάθειες για αναβίωση της ασχολίας αυτής η οποία κάποτε ανθούσε στο χωριό μας. Η ενέργεια αυτή πρέπει να στηριχθεί, όχι για σκοπούς βιοποριστικούς, αλλά περισσότερο για συνέχιση της παραδοσιακής αυτής απασχόλησης που συνδέεται με πολλές πτυχές της ζωής των προγόνων μας. 
Το ψαθί είναι είδος χαλιού πλεγμένο κατά κύριο λόγο με φλούδι, ήταν ωραίο στην κατασκευή του, στερεό και είχε σε παλαιότερες εποχές στην Κύπρο τις ακόλουθες χρήσεις:
Το μικρό ψαθούι ή ψαθάκι με διαστάσεις 90 χ 65 εκατοστά το χρησιμοποιούσαν όπως χρησιμοποιούμε σήμερα τα μικρά χαλάκια που βάζουμε στην είσοδο του σπιτιού για το σκούπισμα των παπουτσιών ή δίπλα από τα κρεββάτια. 
Το μεγάλο ψαθί με διαστάσεις 190 χ 130 εκατοστά το χρησιμοποιούσαν για το άπλωμα διαφόρων προϊόντων για αποξήρανση στον ήλιο, για το φαγητό κυρίως των παιδιών (έβαζαν πάνω μία μεγάλη κούπα με το φαγητό και κάθονταν γύρω -γύρω τα παιδιά και έτρωγαν),το χρησιμοποιούσαν για να βάζουν τα στρωσίδια πάνω και να κοιμούνται, για να τυλίγουν τους νεκρούς μέσα και να τους θάβουν, κυρίως οι Τουρκοκύπριοι που πίστευαν πως το σώμα του νεκρού δεν έπρεπε να έρχεται σε επαφή με το χώμα, επίσης το στερέωναν με βελόνες στον τοίχο δίπλα από το κρεββάτι για να μη λερώνονται τα κλινοσκεπάσματα από την επαφή με τους ασβεστωμένους ή γύψινους τοίχους, το χρησιμοποιούσαν για να βάζουν πάνω το κρεββάτι της νύφης και να το ράβουν, ακόμη και στους γάμους, αντί για τραπέζια και καρέκλες, έστρωναν τα φαγητά τους πάνω, έτρωγαν και διασκέδαζαν. Από αυτό δε τον τρόπο χρήσης των ψαθιών προήλθε και το πιο κάτω δίστιχο:

«εδήκλησα στον ουρανό τζι' είδα ψαθκιά απλωμένα
είδα τζιαι την αγάπη μου τζιαι καρτερά εμένα»

Το φλούδι και το μάζεμα του
Το φλούδι είναι φυτό ποώδες και πολυετές που φυτρώνει μόνο του σε ελώδεις περιοχές με άφθονο νερό όπως κοίτες ποταμών, λίμνες και υδατοφράκτες. Έχει ύψος περίπου μέχρι 3,50 μέτρα. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή τόνων, ψαθιών και γενικά, για είδη καλαθοπλεκτικής. Ευδοκιμά στις πεδινές περιοχές και ανθίζει μεταξύ Ιούνη και Ιούλη. Εάν κάποιος επισκεφθεί το εθνικό δασικό πάρκο της Αθαλάσσας θα το εντοπίσει στη δυτική πλευρά του μικρού υδατοφράκτη. 
Μετά το θερισμό, το αλώνισμα και την αποθήκευση της σοδειάς των σιτηρών οι άντρες οργάνωναν ομάδες των τριών ατόμων περίπου και πήγαιναν σε τοποθεσίες όπου υπήρχε φυτρωμένο φλούδι και το μάζευαν. Τέτοιες τοποθεσίες υπήρχαν στα χωριά Συριανοχώρι, Δύο ποταμοί, Φιλιά, Δένεια, Μία Μηλιά, Ψημολόφου ή και σε πιο μακρινά μέρη, όπως το Ακρωτήρι, και την Πάφο. 
Ο πρώτος άντρας ασχολείτο με το κόψιμο, που ήταν και η πιο δύσκολη εργασία, γιατί χρειαζόταν αρκετές φορές να εργάζεται μέσα στο νερό που τον έχωνε μέχρι τη μέση ή και πιο πάνω ακόμη και σε μέρη όπου υπήρχαν πολλά δηλητηριώδη φίδια και πολλά ενοχλητικά κουνούπια, που γίνονταν ανυπόφορα με τα τσιμπήματα τους. Ο δεύτερος μετέφερε το φλούδι λίγο πιο πίσω, απ' όπου το αναλάμβανε ο τρίτος, ο οποίος άνοιγε το φλούδι φύλλο-φύλλο, το έκανε δέσμες και το άπλωνε στον ήλιο για να στεγνώσει. Στο χώρο αυτό διέμεναν αρκετές μέρες και γι' αυτό έπαιρναν μαζί τους ότι χρειάζονταν, όπως τρόφιμα, νερό και στρωσίδια για ύπνο. Βέβαια, εάν ήταν κοντά σε κάποιο χωριό και εξασφάλιζαν χώρο για να μένουν, έπαιρναν μαζί τους λιγότερες προμήθειες διαφορετικά στο χώρο που άπλωναν το φλούδι έμεναν και τη νύκτα. Η περίοδος που έκαναν αυτή την εργασία ήταν κυρίως τον Ιούλιο-Αύγουστο, έτσι δεν υπήρχε πρόβλημα που διανυκτέρευαν στην ύπαιθρο τα βράδια. 
Όταν τελείωνε το μάζεμα και η επεξεργασία του φλουδιού, τις παλαιότερες εποχές το μετέφεραν στο χωριό με ζώα και αργότερα βέβαια μετά την ανάπτυξη των μεταφορικών μέσων με φορτηγά αυτοκίνητα, όπου το εμοιράζοντα τα μέλη της ομάδας. Εάν το φλούδι δεν ήταν εντελώς στεγνό το άπλωναν για μερικές μέρες ακόμα στα αλώνια ή στα δώματα (στέγες) των σπιτιών μέχρι να στεγνώσει εντελώς και το φύλαγαν σε μέρη που δεν υπήρχε υγρασία, γιατί διαφορετικά θα μαύριζε και θα ήταν ακατάλληλο για οποιαδήποτε χρήση.

Ειδικοί αργαλειοί για ψαθιά
Για την κατασκευή του ψαθιού χρησιμοποιούσαν ειδικούς αργαλειούς (βούφες) οι οποίοι αποτελούνταν από τα εξής μέρη: 
Δύο μακριά δοκάρια, κυρίως από πεύκους. Το μήκος αυτών των δοκαριών ήταν περίπου 240 εκατοστά, στρογγυλά με πάχος 10 εκατοστά. Τα δοκάρια αυτά είχαν στα δύο άκρα τους θέσεις στις οποίες εφάρμοζαν τα δύο δκιαζήδκια. Η απόσταση μεταξύ των δύο θέσεων είναι περίπου 200 εκατοστά. Επίσης, στις δύο άκριες των δοκαριών εφάρμοζαν πόδια για να βρίσκεται ο αργαλειός σε κάποιο ύψος ώστε να μπορεί η υφάντρια να εργάζεται όσο πιο άνετα γίνεται και να είναι πιο παραγωγική. Τα πόδια στη μία πλευρά είχαν ύψος περίπου 50 εκατοστά και στην άλλη που καθόταν η υφάντρια περίπου 30 εκατοστά. Η διαφορά στο ύψος των ποδιών της μίας πλευράς από την άλλη βοηθούσε την υφάντρια όταν χειριζόταν το κτένι. 
Δύο δκιαζήδκια, τα οποία ήταν κατασκευασμένα από ξύλο σκληρό για να μη λυγίζουν εύκολα. Ήταν στρογγυλά και είχαν μήκος 170 εκατοστά με πάχος 5 εκατοστά. Χρησιμοποιούνταν για να ενώνουν τα δύο δοκάρια μεταξύ τους και να περνούν οι τόνοι από πάνω.
Το κτένι, που και αυτό ήταν κατασκευασμένο από σκληρό ξύλο για να μην καταστρέφεται από την πολλή χρήση. Είχε μήκος περίπου 130 εκατοστά και σχήμα ορθογώνιο 4 χ 8 εκατοστά, με τριάντα δύο τρύπες στην πιο πλατιά πλευρά του και σε ίσα διαστήματα μεταξύ τους.
Δύο σανίδια 30 χ 170 χ 2 εκατοστά, τα οποία χρησιμοποιούνταν για να κάθεται η υφάντρια πάνω στη βούφα, όταν το πλέξιμο περνούσε τα 30 εκατοστά.

Η κατασκευή του ψαθιού
Η κατασκευή του ψαθιού ήταν ασχολία κατεξοχήν γυναικεία. Οι γυναίκες αφού έσχιζαν τις φλουδιές στη μέση, εκτός των πιο λεπτών που δεν χρειάζονταν σχίσιμο, έπλεκαν τον τόνο (είδος σχοινιού από φλούδι) εάν το φλούδι ήταν πολύ μακρύ, τότε αφού υπολόγιζαν το μάκρος που χρειαζόταν για την κατασκευή του ψαθιού τις έκοβαν και έπλεκαν τον τόνο με αυτές και έτσι έκαναν οικονομία. Από το βράδυ ράντιζαν το φλούδι με μπόλικο νερό και το σκέπαζαν με σακούλες για μαλακώσει και να είναι έτοιμο για χρήση. 
Την επόμενη μέρα, πολύ πρωί, από τα χαράματα, όπως έλεγαν και οι παλαιότεροι από τους συγχωριανούς μας, αφού συναρμολογούσαν τη βούφα, την τοποθετούσαν με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο άκριες των δοκαριών που ήταν προς την πλευρά της υφάντριας να ακουμπούν σε κάποιο στερεό σημείο για να υπάρχει αντίσταση, όταν η υφάντρια κτυπά τις φλουδιές με το κτένι, να μην μπορεί να μετακινηθεί από το σημείο που έχει στηθεί αρχικά. 
Δένοντας τη μία άκρη του τόνου στο ένα δκιαζήδι, τον περνούσαν από τις τρύπες του κτενιού και πάνω από τα δκιαζήδκια. Ο τόνος περνούσε μία φορά από την κάθε τρύπα, εκτός από την πρώτη και την τελευταία τρύπα από τις οποίες περνιόταν δύο φορές. Όταν τελείωνε το πέρασμα του τόνου τότε άρχιζε το σφίξιμο του από την πρώτη τρύπα, μέχρι την τελευταία μέχρι να τεντώσει αρκετά, ούτως ώστε το κτένι να αιωρείται και να κρατιέται από τους τόνους στο ύψος των δύο δοκαριών εδώ πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα, ότι και ο τόνος πριν αρχίσει να περνιέται, έπρεπε να βρεχτεί με νερό για να μαλακώσει και να μην κόβεται κατά το σφίξιμο. Επίσης, σε όλη τη διαδικασία της κατασκευής του ψαθιού έπρεπε να διατηρείται υγρός για τον ίδιο λόγο.
Όταν τελείωνε το σφίξιμο του τόνου, έδεναν την άκριά του στο δκιαζήδι και έφερναν το κτένι διαδοχικά πλησίον των δκιαζηδκιών και ρύθμιζαν τους τόνους ούτως ώστε να βρίσκονται στην ίδια ευθεία με τους τόνους που περνούν από τις τρύπες του κτενιού και από το σημείο αυτό άρχιζε το πλέξιμο του ψαθιού. Στην αρχή τις κατασκευής αντί για φλούδι χρησιμοποιείτο τόνος για να είναι πιο στερεά η κατασκευή. Μετά έπαιρναν ένα φύλλο φλούδι, το κρατούσαν από την πιο πλατειά του άκρια και ξεκινώντας κάτω από τον πρώτο τόνο το περνούσαν διαδοχικά πάνω κάτω μέχρι τον τελευταίο τόνο. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι οι δύο πρώτοι και οι δύο τελευταίοι τόνοι που περνούσαν από την ίδια τρύπα λογαριάζονταν σαν ένας. Μετά το πέρασμα, κτυπιόταν με το χτένι μέχρι να φτάσει περίπου 0,10 μέτρα από το δκιαζήδι και να είναι σε παράλληλη θέση μαζί του. 
Στα αρχικά στάδια η υφάντρια εργαζόταν καθισμένη στο έδαφος, αφού τοποθετούσε κάτι μαλακό στο σημείο που θα καθόταν, με τα πόδια κάτω από τη βούφα. Για να παράγει πιο πολλή δουλειά εργαζόταν και με τα δύο της χέρια. Έτσι παίρνοντας τις φλουδιές από την πιο πλατιά άκρια, με τα δάκτυλα των χεριών της ξεκινούσε να τις περνά ανάμεσα από τους τόνους με το δεξί χέρι από δεξιά και με το αριστερό από αριστερά, αρχίζοντας πάντα από την κάτω πλευρά του πρώτου τόνου και από τις δύο πλευρές. Όταν έφθανε στη μέση ή λίγο πιο πέρα, το πέρασμα συνεχιζόταν μέχρι την άκρια με το ένα χέρι. 
Όταν περαστούν και οι δύο τις κτυπούμε με το χτένι μέχρι να έρθουν η μία κοντά στην άλλη και οι τόνοι να είναι κάτω από τις φλουδιές και να μη φαίνονται από πάνω. Όσο πιο πυκνό είναι ένα ψαθί, τόσο πιο καλής ποιότητας είναι. Ακολουθούσε το στερέωμα των φλουδιών. Στη δεξιά πλευρά άφηναν την πρώτη όπως ήταν να εξέχει προς τα έξω και περνούσαν τη δεύτερη κάτω από τους δύο τόνους της πρώτης τρύπας, από έξω προς τα μέσα την έσφιγγαν λίγο και την περνούσαν πάνω από τον τόνο της δεύτερης τρύπας και την άφηναν κάτω από τον τρίτο τόνο. Στην αριστερή πλευρά περνούσαν την πρώτη κάτω από τους δύο τόνους της πρώτης τρύπας, την έφερναν μπροστά από τη δεύτερη, την περνούσαν πάνω από τον τόνο της δεύτερης τρύπας, την έσφιγγαν λίγο και την άφηναν και αυτή κάτω από τον τόνο της τρίτης τρύπας. 
Με τον ίδιο τρόπο συνεχιζόταν η ίδια εργασία μέχρι το πλεκτό να φθάσει περίπου 0,30 ή 0,40 μέτρα, οπότε η υφάντρια έβαζε το ένα σανίδι πάνω στο πλεκτό για να κάθεται και το άλλο λίγο πιο μπροστά για να απλώνει ή να πατά τα πόδια της αναλόγως, αφήνοντας αρκετό χώρο για το κτένι έτσι ώστε να εργάζεται όσο πιο άνετα γινόταν. 
Η διαδικασία για το πλέξιμο, που περιγράψαμε πιο πάνω, συνεχιζόταν μέχρι το πλεκτό να φθάσει περίπου 0,25 μέτρα από το μπροστινό δκιαζήδι. Για στερέωμα του ψαθιού στο τέλος χρησιμοποιούσαν τόνο αντί φλούδι του οποίου οι δύο άκριες είχαν δεθεί κόμπο για να μην ξεφτίσει. Στη δεξιά πλευρά και περίπου μέχρι την έκτη τρύπα περνιόταν περισσότερες φορές για να έχει περισσότερο πάχος στο σημείο αυτό, πράξη της οποίας η σκοπιμότητα ακολουθεί. 
Αφού το πλέξιμο είχε τελειώσει, έπρεπε να βγει το ψαθί από τη βούφα. Έτσι αρχίζανε να κόβουν τους τόνους από το δκιαζήδι που βρισκόταν μπροστά τους, ένα-ένα, αρχίζοντας από την τέταρτη τρύπα, πλέκοντας τους τόνους από δεξιά προς τα αριστερά, όπως περνούσαν το φλούδι προηγουμένως με κατάληξη οι άκριες να μένουν στην κάτω πλευρά του ψαθιού. Συνεχιζόταν η ίδια διαδικασία μέχρι την εικοστή ένατη τρύπα. Στη συνέχεια έκοβαν τους τόνους από τις άλλες τρεις τρύπες, τις έπλεκαν μεταξύ τους και στην άκρια έκαναν ένα κόμπο, δένοντας με τον ένα τόνο τους άλλους για να μην είναι χοντρός ο κόμπος. Ο λόγος για τον οποίο στη δεξιά πλευρά έπλεκαν τον τόνο περισσότερες φορές και έτσι το σημείο αυτό ήταν λίγο πιο έξω από το άλλο, είναι διότι στο σημείο αυτό δεν μπλέκονταν άλλοι τόνοι εκτός από τους τόνους που περνούσαν από τις πρώτες τρεις τρύπες και οι οποίοι δένονταν με τον ίδιο τρόπο που δέθηκαν στην άλλη πλευρά. 
Στη συνέχεια, έβγαζαν το δκιαζήδι από την άλλη πλευρά και παίρνοντας τον πρώτο τόνο τον έστριβαν (έκλωθαν) μερικές φορές, έφερναν το δεύτερο και τον περνούσαν μέσα από την τρύπα του πρώτου, συνεχίζοντας τον ίδιο τρόπο μέχρι το τέλος, που έδεναν ένα κόμπο για να μην μπορεί να ξηλωθεί το ψαθί. Αφού είχαν τελειώσει και αυτή την πλευρά, με ένα κοφτερό μαχαίρι αφαιρούσαν τις φλουδιές που εξείχαν δεξιά και αριστερά από το ψαθί, αφήνοντάς τις να εξέχουν μόνο 5 εκατοστά, το ίδιο έκαναν και στις φλουδιές που εξείχαν στην κάτω πλευρά του ψαθιού. 
Έτσι έχουμε μπροστά ένα τελειωμένο ψαθί, του οποίου οι διαστάσεις είναι περίπου 1,90 χ 1,30 μέτρα. Με τον ίδιο τρόπο κατασκευάζονταν και πιο μικρά ψαθιά, με διαστάσεις περίπου 0,90 χ 0,65 μέτρα.

Η Σημασία της βιοτεχνίας κατασκευής ψαθιών και η αναβίωση της
Η βιοτεχνία κατασκευής ψαθιών ήταν πολύ σημαντική, γιατί κάθε οικοκυρά μπορούσε να φτιάξει δύο μέχρι τρία ψαθιά την ημέρα ανάλογα με το χρόνο που είχε στη διάθεση της και με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζαν ένα επιπλέον εισόδημα για την οικογένειά της.
Επειδή το Καπούτι πολύ πιθανόν να ήταν το μοναδικό χωριό στην Κύπρο στο οποίο έπλεκαν τα ψαθιά, το Προσφυγικό Σωματείο του χωριού μας έχει κατασκευάσει αυτόν τον ειδικό αργαλειό για την κατασκευή των ψαθιών και καταβάλλεται προσπάθεια αναβίωσης αυτής της ασχολίας των παλαιότερων συγχωριανών μας. Ήδη έχουμε κατασκευάσει μερικά ψαθιά και έχει επιδειχθεί ενδιαφέρον από την Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας αλλά τα εργατικά κόστα είναι πολύ ψηλά και το κάθε ψαθί κοστίζει περίπου 50 λίρες. Για το λόγο αυτό μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο σαν διακοσμητικό, ώστε να μας θυμίζει τις παλιές καλές εποχές.